Χρειαζόμαστε υπουργείο Έρευνας και Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης;

Η ιδέα που διατύπωσε ο πρωθυπουργός για τη δημιουργία ενός υπουργείου Έρευνας και Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης ανοίγει μια συζήτηση που ξεπερνά τις διοικητικές αλλαγές και αγγίζει τον πυρήνα του αναπτυξιακού μας μοντέλου και την καρδιά του ερωτήματος αν η χώρα μας μπορεί να μετατρέψει τη γνώση που παράγει σε πραγματική αξία. Τα ελληνικά και τα διεθνή δεδομένα δείχνουν ότι, σήμερα, αυτή τη μετατροπή δεν τη καταφέρνουμε επαρκώς.

Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια αυξάνει σταδιακά τις δαπάνες της για Έρευνα και Ανάπτυξη. Ωστόσο, όταν συγκρίνουμε τις δαπάνες αυτές με την παραγωγή νέας γνώσης, όπως αποτυπώνεται στον αριθμό πατεντών ανά εκατομμύριο κατοίκων, η χώρα υστερεί σημαντικά έναντι συγκρίσιμων οικονομιών. Το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη επιστημόνων ή ιδεών. Είναι η απουσία ενός συστήματος που μετατρέπει, με συνέπεια, την έρευνα σε αποτέλεσμα.

Το ίδιο μοτίβο εμφανίζεται και στη σχέση της έρευνας με την αγορά. Χώρες με ανεπτυγμένα οικοσυστήματα χρηματοδότησης ρίσκου, δημιουργούν περισσότερες νεοφυείς επιχειρήσεις και απορροφούν αποτελεσματικότερα την ερευνητική τους παραγωγή. Στην Ελλάδα, το κρίσιμο ενδιάμεσο στάδιο, από το εργαστήριο στην επιχείρηση, παραμένει αδύναμο, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος της γνώσης να μην βρίσκει ποτέ δρόμο προς την αξιοποίηση.

Αν συνδυάσει κανείς αυτούς τους δείκτες: πατέντες, νεοφυείς επιχειρήσεις, επιστημονικό δυναμικό με διεθνή απήχηση και πρόσβαση σε κεφάλαια, προκύπτει ένα σαφές συμπέρασμα: η χώρα υστερεί όχι στη δημιουργία γνώσης, αλλά στη μετατροπή της σε καινοτομία. Οι πολιτικές παραμένουν κατακερματισμένες, χωρίς κοινή στρατηγική και χωρίς ενιαίο κέντρο σχεδιασμού.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο αποκτά νόημα η δημιουργία ενός υπουργείου Έρευνας και Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Όχι ως νέα γραφειοκρατική δομή, αλλά ως φορέας ενιαίας εθνικής στρατηγικής. Ένα υπουργείο που θα μπορεί να συνδέσει την ποιότητα της ανώτατης εκπαίδευσης και των ερευνητικών μας κέντρων με τις προτεραιότητες της έρευνας, και την έρευνα με την επιχειρηματικότητα και την παραγωγή.

Χωρίς έναν τέτοιο ενιαίο σχεδιασμό, η χώρα θα συνεχίσει να επενδύει αποσπασματικά, χωρίς να αξιοποιεί στο έπακρο το επιστημονικό της δυναμικό. Με αυτόν, μπορεί να περάσει από την αποσπασματική πολιτική σε μια συνεκτική στρατηγική γνώσης, με στόχο τόσο την αναβάθμιση της ποιότητας της έρευνας όσο και την εμπορική της αξιοποίηση.

Συνεπώς το διακύβευμα δεν είναι τεχνοκρατικό. Είναι βαθιά πολιτικό. Σε έναν κόσμο όπου η ανάπτυξη, η ανταγωνιστικότητα και η κοινωνική συνοχή εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο από τη γνώση και την τεχνολογία, η επιλογή είναι σαφής. Αν δεν διαβούμε αυτόν τον δρόμο, θα είναι δύσκολο η πατρίδα μας να έχει μέλλον. Αν τον διαβούμε, μπορούμε να μετατρέψουμε την έρευνα σε πραγματικό συγκριτικό πλεονέκτημα για τη χώρα μας.

https://www.kreport.gr/2025/12/17/chreiazomaste-ypourgeio-erevnas-kai-tritovathmias-ekpaidefsis/